τρίβολος
Смотреть что такое "τρίβολος" в других словарях:
τρίβολος — water chestnut masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… … Dictionary of Greek
τρίβολος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις αιχμές: Τρίβολο ρόπαλο. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίβολος, ο, α. ζιζάνιο των αγρών, τριβόλι, κολλιτσίδα. β. είδος αλωνιστικής μηχανής, η δοκάνη. γ. σιδερένιο κέντρο με τέσσερις αιχμές, που ρίχνεται σε ποσότητες εκεί όπου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίβολον — τρίβολος water chestnut masc/fem acc sg τρίβολος water chestnut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβόλοιο — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβόλοις — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβόλου — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβόλους — τρίβολος water chestnut masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβόλων — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβόλῳ — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβολα — τρίβολος water chestnut neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)